Ήταν η τελευταία παράσταση της « εκατομμυριούχου» του Bernard Shaw στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη κάθε βράδυ. Μία θέση όμως στο κέντρο της πρώτης σειράς ήταν άδεια. Ήταν άδεια κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ έβγαινα στη σκηνή με ελπίδα. Κάθε βράδυ μετά το δυνατό και επίμονο χειροκρότημα έβγαινα απ’τη σκηνή, άδεια, μόνη, τόσο που αν δεν ντρεπόμουνα θα έκλαιγα- αλλά μετά την παράσταση ούτε το καμαρίνι σου δεν σου ανήκει γιά να κλάψεις. Η παράσταση συνεχίζεται από τους θεατές που με αγάπη και περιέργεια αλλά και σεβασμό έρχονται να σε συγχαρούν. Τίποτα όμως πιά δεν είχε νόημα γιά μένα και κανείς εκτός από εμένα δεν το είχε αντιληφθεί. Τότε κατάλαβα πως είχα τελειώσει με το θέατρο ενώ η βαθειά αγάπη μου γι’αυτό υπήρχε μέσα μου. Αυτό όμως δεν είχε καμμία σχέση με την παρουσία μου στη σκηνή. Όπως όλα στη ζωή έχουν μία ημερομηνία λήξης έτσι ξαφνικά Δεν ένοιωσα ποτέ την ανάγκη να ξαναπαίξω στο θέατρο. Αυλαία Τέλος. Πήγα στο Θέατρο Τέχνης το 1963 έχοντας κάνει δύο χρόνια Δραματική Σχολή στο Λονδίνο και η μοιραία βραδυά του τέλους αυτής της ευλογημένης γιά μένα διαδρομής ήταν αυτή η τελευταία παράσταση, τέλος του 2009. Η αγάπη μου όμως γιά το θέατρο μέσα από τα δικά μου μάτια, όπως και ο θαυμασμός μου γιά τα «ιερά τέρατα» που παρακολουθώ τις ερμηνείες τους είναι η ευτυχία μου. Λυτρώνομαι και υποκλίνομαι σε μία λέξη χωρίς συγκεκριμένη έννοια: ταλέντο. Η άδεια θέση ήταν του Χρήστου Λαμπράκη. Δύο βδομάδες αργότερα έφυγε.
Κοντεύουν δέκα χρόνια